Μονίμου

Μονίμου
Μόνιμος
staying in one's place
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μονίμου — μόνιμος staying in one s place masc/neut gen sg μόνιμος staying in one s place masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λε Γκαλιέν, Εύα — (Eva Le Gallienne, Λονδίνο 1899 – 1991). Αμερικανίδα ηθοποιός και σκηνοθέτης του θεάτρου, αγγλικής καταγωγής. Σπούδασε στη Γαλλία και πρωτοεμφανίστηκε στη σκηνή στο Λονδίνο, σε ηλικία μόλις 15 ετών. Αμέσως μετά εγκαταστάθηκε στις ΗΠΑ, όπου έγινε… …   Dictionary of Greek

  • Balkans — Balkan and Balkan Peninsula redirect here. For other uses, see Balkan (disambiguation). The Balkan peninsula as defined by the Soča Krka Sava border in the north. The Balkans (often referred to as the Balkan Peninsula, although the two are not… …   Wikipedia

  • List of cities in Greece — Almost two thirds of the Greek people live in urban areas. Greece s largest metropolitan centres and most influential urban areas, are those of Athens and Thessaloniki, with metropolitan populations of approximately 4 million and 1 million… …   Wikipedia

  • Decentralized Administration of Macedonia and Thrace — Not to be confused with the General Secretariat for Macedonia and Thrace. Decentralized Administration of Macedonia and Thrace Αποκεντρωμένη Διοίκηση Μακεδονίας Θράκης   Decentralized Administration of Greece   Country …   Wikipedia

  • ΝΑΤΟ — Εξελληνισμένος τύπος του αρκτικόλεξου ΝΑΤΟ (North Atlantic Treaty Organization), δηλαδή Οργάνωση Βορειοατλαντικού Συμφώνου. Σύμφωνο που συνήψαν στην Ουάσινγκτον (τον Απρίλιο του 1949) 12 χώρες της Ευρώπης και Πολιτείες της Βόρειας Αμερικής,… …   Dictionary of Greek

  • έκθεση — Γενικός όρος, με τον οποίο στον τομέα της παραγωγής (υλικής, τεχνολογικής, πνευματικής και καλλιτεχνικής), του εμπορίου και της προπαγάνδας (ακόμα και με την πιο ευρεία έννοιά της) υποδηλώνεται η συγκέντρωση σε καθορισμένο τόπο και χρόνο… …   Dictionary of Greek

  • αμπερόμετρο — Όργανο απευθείας ανάγνωσης, για τη μέτρηση της έντασης του ηλεκτρικού ρεύματος, βαθμονομημένο σε αμπέρ και υποπολλαπλάσια του αμπέρ. Για μετρήσεις μεγάλης ευαισθησίας χρησιμοποιούνται τα γαλβανόμετρα. Για να κατατάξουμε τα α. μπορούμε να… …   Dictionary of Greek

  • αντιστάθμιση — Στην τεχνολογία, α. ονομάζεται μια διαδικασία ή διάταξη (αντισταθμιστική) με την οποία επιδιώκεται η εξάλειψη συγκεκριμένης ενέργειας που δεν είναι επιθυμητή. Η λειτουργία πολλών οργάνων και συσκευών αλλοιώνεται για παράδειγμα, από τις… …   Dictionary of Greek

  • βουδισμός — Φιλοσοφικό και θρησκευτικό σύστημα που δημιουργήθηκε από τον Βούδα (βλ. λ.) τον 6o αι. π.Χ. στην Ινδία. Είναι το πιο αξιοσημείωτο παράδειγμα άθεης θρησκείας, μια και δεν έχει για κέντρο του τη λατρεία θεότητας, αλλά διατυπώνει διδασκαλία για τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”